προπερικλύζω

προπερικλύζω
προπερι-κλύζω,
A wash round before, Id.2.86.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπερικλύζω — Α πλένω ολόγυρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περικλύζω «βρέχω γύρω γύρω, πλένω»] …   Dictionary of Greek

  • προπερικλύσαντα — προπερικλύζω wash round before aor part act neut nom/voc/acc pl προπερικλύζω wash round before aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”